ρετσέλι

ρετσέλι
το
(λ. τουρκ.), γλυκό του κουταλιού που γίνεται κυρίως με πετιμέζι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρετσέλι — και ριτσέλι(ον), το, Ν ζαχαρόπηκτο γλυκό τού κουταλιού από οπωρικό βρασμένο με πετιμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rećel] …   Dictionary of Greek

  • ριτσέλι — και ριτσέλιον, το, Ν βλ. ρετσέλι …   Dictionary of Greek

  • πετ(ι)μέζι — το (λ. τουρκ.) 1. πυκνόρρευστο σιρόπι. 2. γλυκό κουταλιού. 3. κομπόστα από μούστο, αλλιώς ρετσέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”